- υποσυμβολος
- ὑποσύμβολοςὑπο-σύμβολος2служащий символом
(ἀριθμοί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀριθμοί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποσύμβολος — ον, Α 1. κρυμμένος, καλυμμένος κάτω από σύμβολα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποσύμβολα ασαφής γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σύμβολος (< σύμβολον), πρβλ. εὐ σύμβολος] … Dictionary of Greek
ὑποσυμβόλων — ὑποσύμβολος veiled under symbols masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσύμβολα — ὑποσύμβολος veiled under symbols neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)